Kεντρική Ορώδης Χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια

Η κεντρική ορώδης χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια είναι πάθηση που προσβάλλει συνήθως την ωχρά κηλίδα, την κεντρική δηλαδή περιοχή του αμφιβληστροειδούς που είναι υπεύθυνη για την κεντρική ευκρινή όραση. Οφείλεται σε βλάβες του μελάγχρου επιθηλίου (στρώμα της χρωστικής του αμφιβληστροειδούς), οι οποίες επιτρέπουν σε υγρό από το υποκείμενο στρώμα των αιμοφόρων αγγείων να περάσει μέσα στον αμφιβληστροειδή και να προκαλέσει μια μικρή ορώδη αποκόλλησή του.

Η κεντρική ορώδης χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια εμφανίζεται συχνότερα σε άνδρες μεταξύ 20 και 50 ετών. Προδιαθεσικοί παράγοντες θεωρούνται η τύπου Α προσωπικότητα, το έντονο άγχος, η λήψη κορτικοστεροειδών καθώς και καταστάσεις που αυξάνουν τα επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα (κύηση, νόσος Cushing). Χαρακτηρίζεται ως καλοήθης πάθηση καθώς στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι αυτοϊάσιμη (περιορίζεται χωρίς συγκεκριμένη θεραπεία καθώς το συγκεντρωμένο ορώδες υγρό υποχωρεί). Όμως, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις (χρονιότητα, πολλαπλές υποτροπές) μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη απώλεια της όρασης.

Συμπτώματα

Οι ασθενείς συνήθως εμφανίζουν θόλωση και παραμορφώσεις της κεντρικής όρασης του ενός οφθαλμού. Χαρακτηριστικό της νόσου είναι η εμφάνιση των συμπτωμάτων αυτών με τον ασθενή να αναφέρει ότι «κάτι δεν πάει καλά» με την όραση του ενώ η οπτική του οξύτητα είναι 10/10.

Διάγνωση

Η διάγνωση γίνεται σε πρώτο επίπεδο με βυθοσκόπηση, στα πλαίσια ενός πλήρους οφθαλμολογικού ελέγχου. Η οπτική τομογραφία συνοχής (OCT) χρησιμοποιείται για την επιβεβαίωση της διάγνωσης αλλά και για την εκτίμηση της βαρύτητας της βλάβης, είναι η εξέταση αναφοράς για την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου. Η αγγειογραφία (με φλουορεσκεΐνη ή ινδοκυανίνη) μπορεί να προσφέρει μια πιο λεπτομερή χαρτογράφηση της ύποπτης περιοχής, αναδεικνύοντας τα πιθανώς πολλαπλά σημεία διαρροής που προκαλούν τη συλλογή του υγρού.

Αντιμετώπιση

Οι περισσότεροι ασθενείς με κεντρική ορώδη χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια δε χρειάζονται θεραπεία καθώς η πάθηση συνήθως αυτοπεριορίζεται, με το υγρό να απορροφάται μέσα στους 2 πρώτους μήνες από την εμφάνιση της. Εάν όμως η πάθηση δεν υποστραφεί στον αναμενόμενο χρόνο ή παρουσιάζει κλινικά χαρακτηριστικά που απειλούν με μόνιμη βλάβη την κεντρική όραση, απαιτείται θεραπευτική παρέμβαση. Η θεραπευτική αντιμετώπιση έχει ένα ευρύ φάσμα και περιλαμβάνει χορήγηση στεροειδών ή μη στεροειδών αντιφλεγμονοδών φαρμάκων, χορήγηση Ακεταζολαμίδης καθώς και την εφαρμογή θερμικού Argon LASER ή ψυχρού LASER στα πλαίσια φωτοδυναμικής θεραπείας (FDT) για το κλείσιμο των σημείων διαρροής. Η θεραπεία εξατομικεύεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ασθενούς και την εξελικτική φάση της νόσου.