Kερατόκωνος

Ο Κερατόκωνος είναι μια εκφυλιστική νόσος του κερατοειδούς χιτώνα η οποία χαρακτηρίζεται από μια κεντρική ή παρακεντρική λέπτυνση και παραμόρφωση του κερατοειδούς με αλλαγή του σχήματός του από σφαιρικό σε κωνικό. Αποτελεί μια προοδευτικά εξελισσόμενη διαταραχή που προκαλεί εμφάνιση και προοδευτική αύξηση μυωπίας και ανώμαλου αστιγματισμού και σταδιακή ελάττωση της όρασης που δεν βελτιώνεται με γυαλιά.

Ο κερατόκωνος εμφανίζεται κυρίως σε νεαρά άτομα. Εκδηλώνεται συνήθως στην εφηβική ή μετεφηβική ηλικία και εξελίσσεται με ταχύ ρυθμό που επιβραδύνεται μετά την τρίτη δεκαετία της ζωής. Η συχνότητά του είναι αυξημένη στον ελληνικό χώρο και κυμαίνεται από 1 στα 500 έως 1 στα 2000 άτομα. Χαρακτηρίζεται πολυπαραγοντική νόσος με τις αιτίες να μην είναι απόλυτα εξακριβωμένες. Η κληρονομικότητα παίζει ένα σχετικό ρόλο στην εμφάνιση της νόσου καθώς 10% περίπου των ασθενών έχουν συγγενείς με κερατόκωνο. Εμφανίζεται με αυξημένη συχνότητα σε ασθενείς με χρόνια αλλεργική επιπεφυκίτιδα (το συχνό τρίψιμο των ματιών είναι ένα από τα κυριότερα αίτια εμφάνισης κερατόκωνου), τραύμα οφθαλμών, ορισμένες διαταραχές του ενδοκρινικού και γενετικά σύνδρομα.

Διάγνωση

Το κύριο σύμπτωμα είναι η προοδευτική αύξηση της μυωπίας και του αστιγματισμού που αναγκάζει τον ασθενή να αλλάζει συχνά τα γυαλιά του. Οι ασθενείς αναφέρουν σταδιακή θολερότητα της όρασης, παραμόρφωση των εικόνων και ευαισθησία στο φως.

Η διάγνωση του κερατόκωνου γίνεται με τη σχισμοειδή λυχνία στα πλαίσια ενός επιμελούς οφθαλμολογικού ελέγχου. Η επιβεβαίωση της διάγνωσης καθώς και η εκτίμηση της βαρύτητας γίνεται με ειδικές απεικονιστικές εξετάσεις (τοπογραφία κερατοειδούς, τομογραφία κερατοειδούς, χαρτογράφηση επιθηλίου κερατοειδούς). Oι εξετάσεις αυτές αναλύουν την πρόσθια και οπίσθια καμπυλότητα του κερατοειδούς σε συνάρτηση με το πάχος του σε κάθε σημείο και επιτρέπουν την ανίχνευση της νόσου στα πολύ αρχικά στάδια, πριν την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Στον διαγνωστικό έλεγχο έχει πρόσφατα προστεθεί η μελέτη των βιομηχανικών ιδιοτήτων του κερατοειδούς (υστέρηση και αντίσταση στην παραμόρφωση) με τη βοήθεια ειδικών αναλυτών (ORA). Λόγω της ιδιαίτερης σοβαρότητας του κερατοκώνου, η ένταξη της τοπογραφίας κερατοειδούς στις τρέχουσες εξετάσεις γενικού ελέγχου είναι απαραίτητη να γίνεται από την παιδική ηλικία.

Αντιμετώπιση

Στα αρχικά στάδια του κερατόκωνου, η χορήγηση διορθωτικών γυαλιών και η χρήση ειδικών κερατοκωνικών φακών επαφής βελτιώνει την όραση, χωρίς όμως να αναστέλλει την εξέλιξη της νόσου.

Η σύγχρονη και πλέον αποτελεσματική θεραπεία αντιμετώπισης του κερατόκωνου είναι η διασύνδεση κολλαγόνου (cross-linking). Bασίζεται στην αλληλεπίδραση σταγόνων ριβοφλαβίνης (βιταμίνης Β2) που ενσταλάζεται στον κερατοειδή και υπεριώδους (UVA) ακτινοβολίας με στόχο τη μοριακή σύνδεση των κολλαγόνων ινών που απαρτίζουν τον κερατοειδή. Η σύνδεση αυτή σκληραίνει τον κερατοειδή, προκαλώντας τη μηχανική σταθεροποίησή του, αναστέλλει την εξέλιξη της πάθησης και σε ορισμένες περιπτώσεις επιτυγχάνει τη βελτίωση της όρασης του ασθενούς. Είναι τελείως ανώδυνη διαδικασία με μέση διάρκεια 20 περίπου λεπτά, με την αύξηση της σκληρότητας και της ακαμψίας του κερατοειδούς να επιτυγχάνεται σχεδόν αμέσως μετά την επέμβαση. Η διασύνδεση κολλαγόνου πρέπει να γίνεται στα αρχικά στάδια της νόσου για να είναι αποτελεσματική και σε ορισμένες κατηγορίες ασθενών μπορεί να συνδυαστεί με excimer LASER (PRK ή LASIK), επιτυγχάνοντας σημαντική βελτίωση της οπτικής οξύτητας.

Άλλη επιλογή είναι η εμφύτευση ειδικών δακτυλίων (Ιntacs) στο περιφερικό τμήμα του κερατοειδούς, με τη βοήθεια Femtosecond LASER. Μέσω των δακτυλίων αυτών επιτυγχάνεται η μηχανική ενίσχυση και σταθεροποίηση του κερατοειδούς και η ομαλοποίηση του σχήματός του.

Σε πολύ προχωρημένο κερατόκωνο γίνεται μεταμόσχευση κερατοειδούς (κερατοπλαστική), αντικατάσταση δηλαδή του κεντρικού τμήματος του κερατοειδούς από μόσχευμα υγιούς δότη. Ανάλογα με το αν μεταμοσχεύεται όλο το κεντρικό τμήμα του κερατοειδούς ή ένα συγκεκριμένο στρώμα αυτού, η επέμβαση λέγεται διαμπερής ή μερικού πάχους κερατοπλαστική.